ἐστάσατο

ἐστάσατο
ἐστά̱σατο , ἵστημι
make to stand
aor ind mid 3rd sg (doric)
στάζω
drop
aor ind mid 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πολυκήτης — ύκητες, Α (ποιητ. τ.) (για λίμνη, ποταμό, θάλασσα) αυτός που έχει πολλά κήτη («πολυκήτεα Νεῑλον ἐπεμβάς... ἐστάσατο κώμαις», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κήτης (< κῆτος, τὸ), πρβλ. μεγα κήτης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”